Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίσους — πίσος pease masc acc pl πί̱σους , πῖσος meadows neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσινος — η, ον, Α [πίσος] 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί από πίσους, από μπιζέλια («ἐγὼ δ ἔτνος γε πίσινον εὔχρων», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek